μεροδούλι — το 1. ημερήσια εργασία 2. η αμοιβή για την ημερήσια εργασία, μεροκάματο, ημερομίσθιο 3.φρ. «μεροδούλι μεροφάι» λέγεται για μικρή αμοιβή καθημερινού μόχθου, η οποία μόλις επαρκεί για τις ανάγκες μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δούλι (<… … Dictionary of Greek
μεροδουλιάζω — [μεροδούλι] μεροδουλεύω … Dictionary of Greek
μεροφάγι — και μεροφάι, το·1. η τροφή τής ημέρας 2. φρ. «μεροδούλι μεροφάι» βλ. μεροδούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + φαΐ] … Dictionary of Greek
μεροφάι — μεροφάι, το και μεροφάγι, το ιού 1. φαΐ μιας μέρας. 2. φρ., «μεροδούλι μεροφάι», βλ. μεροδούλι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημεροδούλι — το το μεροδούλι, αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δούλι (< δουλειά), πρβλ. ξενο δούλι] … Dictionary of Greek
μεροδουλιάρης — ο μεροδουλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεροδούλι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] … Dictionary of Greek
μεροδούλης — ο [μεροδούλι] αυτός που δουλεύει με μεροκάματο, μεροκαματιάρης … Dictionary of Greek
μεροκάματο — και μερόκαμα, το 1. η μισθωτή εργασία μιας ημέρας, το μεροδούλι 2. το ημερομίσθιο, τα χρήματα που αποφέρει η εργασία μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + κάματος] … Dictionary of Greek
ξενοδούλι — το εργασία σε ξένους εργοδότες. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξενοδουλεύω (πρβλ. μεροδούλι)] … Dictionary of Greek
μεροκάματο — το το ημερομίσθιο, το μεροδούλι: Παίρνει καλό μεροκάματο από το εργοστάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)